ΑΝΑΖΗΤΩΝΤΑΣ ΕΝΑΝ ΜΗ ΑΝΘΡΩΠΟ


Από δειλία υποκαθιστούμε το αίσθημα του δικού μας τίποτα με το αίσθημα του τίποτα. Επειδή το γενικό τίποτα μόλις που μας ανησυχεί: βλέπουμε συχνότατα σ’ αυτό μιαν υπόσχεση που διανοίγεται. 

Από χρόνια είχα πεισμώσει αναζητώντας κάποιον που να ξέρει τα πάντα για τον εαυτό του και τον άλλον, έναν σοφό-δαίμονα, θεϊκά διορατικό. Κάθε φορά που νόμιζα ότι τον είχα βρει, αναγκαζόμουν, έπειτα από εξονυχιστική εξέταση, ν’ ανακρούω πρύμναν: ο νέος εκλεκτός διέθετε ακόμα κάποια κηλίδα, κάποιο μελανό σημείο, ούτε κι εγώ ξέρω ποια κρυφή γωνιά ασυνειδησίας ή αδυναμίας, που τον υποβίβαζαν στο επίπεδο των ανθρώπινων όντων. Διέκρινα σ’ αυτόν ίχνη πόθου και ελπίδας, ή κάποια υποψία μεταμέλειας. Ο κυνισμός του, οφθαλμοφανώς, ήταν ανολοκλήρωτος. Τι απογοήτευση! Και πάντα συνέχιζα την αναζήτησή μου, και πάντα τα είδωλά μου έπασχαν: ο άνθρωπος ήταν παρών, κρυμμένος, ψιμυθιωμένος ή υπεξαιρεμένος. Τελικά, κατάλαβα τον δεσποτισμό του Είδους και έπαψα να ονειρεύομαι έναν μη άνθρωπο, ένα τέρας παντελώς διαποτισμένο από το τίποτά του. Ήταν τρέλα και μόνο να το συλλάβει κανείς: δεν μπορούσε να υπάρχει, επειδή η απόλυτη διαύγεια είναι ασυμβίβαστη με την πραγματικότητα των οργάνων. 



ΜΕΤΑΠΤΩΣΕΙΣ ΤΟΥ ΦΟΒΟΥ


Μετά την Αναγέννηση, η επιστήμη ανέλαβε να μας πείσει ότι ζούμε σε μιαν αδιάφορη φύση, ούτε εχθρική, ούτε ευμενή. Αυτό επρόκειτο να έχει ως συνέπεια τη μείωση των αποθεμάτων μας σε φόβο. Κίνδυνος ανυπολόγιστος, διότι αυτός ο φόβος ήταν ένα από τα δεδομένα, μία από τις προϋποθέσεις της ύπαρξης και της ισορροπίας μας. 

Ο φόβος, προσδίδοντας ένταση και σφρίγος στις καταστάσεις μας, κέντριζε τον οίκτο και την ειρωνεία μας, τις αγάπες και τα μίση μας, φούσκωνε σαν μαγιά, καρύκευε τις αισθαντικότητές μας. Όσο περισσότερο μας σπιρούνιζε, τόσο περισσότερο ήμασταν οι καταδιωγμένοι που τους ευχαριστούσε να είναι καταδιωγμένοι, οι άπληστοι για αβεβαιότητες και κινύνους, για κάθε ευκαιρία που σήμαινε θρίαμβο ή υποδούλωση. Ασύστολα, απροσποίητα, ξεδίπλωνε το ταλέντο του στην προπέτεια, τον οίστρο του που μας πτοούσε, που τον αγαπούσαμε. Η θέρμη μας γι’ αυτόν αυξανόταν αντίστοιχα με τα ρίγη που μας εξασφάλιζε. Ουδείς διενοείτο να ξεφύγει από την επιβολή του. Μας κυβερνούσε, μας υποδούλωνε, ενώ εμείς ήμασταν ευτυχείς που τον βλέπαμε να προΐσταται στις νίκες και στις ήττες μας. Ο ίδιος όμως, που έμοιαζε προφυλαγμένος από τις μεταπτώσεις, επρόκειτο να υποστεί μερικές, και μάλιστα από τις πιο σκληρές. Κάτω από τα χτυπήματα της “προόδου”, η οποία ανυπομονούσε να τον εκδιώξει, άρχισε, κυρίως τον προηγούενο αιώνα, να κρύβεται, να γίνεται δειλός και κάπως ντροπαλός, να φεύγει, σχεδόν να εξατμίζεται. Ο αιώνας μας, νηφαλιότερος, κατέληξε να θορυβείται απ’ αυτόν: πώς, αναρωτιόταν, να τρέξω να τον βοηθήσω, να του ξαναδώσω το παλιό του κύρος, να του αποδώσω και πάλι τα δικαιώματά του; Επιφορτίστηκε μ’ αυτό η επιστήμη; έγινε απειλή, πηγή τρόμου. Κι αυτήν την ποσότητα φόβου, απαραίτητη για την ευημερία μας, είμαστε βέβαιοι πως την κατέχουμε. 



ΑΝΑΛΥΣΗ ΤΟΥ ΧΑΜΟΓΕΛΟΥ


Για να ξέρετε αν κάποιον τον παραμονεύει ή όχι η τρέλα, παρατηρήστε το χαμόγελό του. Σχηματίζετε απ’ αυτό μιαν εντύπωση που γειτνιάζει στη δυσφορία; Τότε αναγορεύστε άφοβα τον εαυτό σας αυτοσχέδιο ψυχίατρο. 

Είναι ύποπτο το χαμόγελο που δεν ταιριάζει σ’ ένα άτομο, και μοιάζει να έρχεται από αλλού, από έναν άλλον· έρχεται όντως από έναν άλλον, από τον παράφρονα που αναμένει, προετοιμάζεται και οργανώνεται προτού εκδηλωθεί. 

Το δικό μας χαμόγελο, φως φευγαλέο, εκπηγάζον από εμάς τους ίδιους, διαρκεί όσο πρέπει, χωρίς να προεκτείνεται πέραν της ευκαιρίας ή της πρόφασης που το έχει προκαλέσει. Καθώς δεν παρατείνεται στο προσωπό μας, μετά βίας το προσέχουμε: κολλάει σε μια δεδομένη κατάσταση, εξαντλείται στη στιγμή. Το άλλο, το ύποπτο, επιβιώνει του γεγονότος που το έκανε να γεννηθεί, επιβραδύνεται, διαιωνίζεται, δεν ξέρει πώς να σβήσει. Κατ’ αρχάς προσελκύει την προσοχή μας, μας κάνει να απορούμε, εν συνεχεία μας ενοχλεί, μας αναστατώνει και μας στοιχειώνει. Όσο κι αν προσπαθούμε να το παραμερίσουε ή να το απωθήσουμε, μας κοιτάζει, κι εμείς το κοιτάζουμε. Δεν υπάρχει τρόπος να το αποφύγουμε, να αμυνθούμε στην υπαινικτική ισχύ του. Η εντύπωση δυσφορίας που μας ενέπνεε, ενδυναμώνειται, εμβαθύνεται και μετατρέπεται σε φόβο. Αυτό όμως, επειδή δεν μπορεί ν’ αποτελειωθεί, αναπτύσσεται ως αποσπασμένο και ανεξάρτητο από τον συνομιλητή μας: χαμόγελο καθαυτό, χαμόγελο τρομακτικό, προσωπείο που θα μπορούσε να επικαλύψει οποιοδήποτε πρόσωπο: ας πούμε το δικό μας. 


                           E.M. Cioran, Ο πειρασμός του υπάρχειν, εκδ. Scripta







Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου